- δένδρο
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου.
* * *και δέντρο, το (AM δένδρονΑ και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)ξυλώδες φυτό με μονοστέλεχο κορμό, το οποίο αναπτύσσει κλάδους αρκετά ψηλά επάνω από το έδαφοςνεοελλ.1. η βαλανιδιά, η δρυς2. φρ. «χριστουγεννιάτικο δέντρο» — μικρό έλατο ή κλαδί από έλατο που τοποθετείται μέσα στο σπίτι, στολισμένο με φώτα και διακοσμητικά αντικείμενα κατά την περίοδο τών Χριστουγέννων3. «δένδρο τής ελευθερίας» — βαλανιδιά ή λεύκα που φυτεύεται επίσημα στις πλατείες πόλεων ως σύμβολο τής ελευθερίας τους4. «γενεαλογικό δένδρο» — η παράσταση τής γενεαλογικής σειράς μιας οικογένειας5. ανατ. α) «δένδρο τής ζωής» — δενδροειδής διάταξη τής παρεγκεφαλίδαςβ) «δένδρο βρογχικό» — το σύστημα τών αναπνευστικών οδών, το οποίο διακλαδίζεται σαν δένδρο έχοντας ως κορμό την τραχεία και ως κλαδιά τους μεγάλους και μικρούς βρόγχους6. (φιλοσ.) «δένδρον τού πορφυρίου» — διάγραμμα το οποίο απεικονίζει γραφικά την υπαγωγή τών εννοιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μόνον ο τ. δένδρεον < *δερ- δρε-Fον (τ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό) με ανομοιωτική τροπή τού -ρ- σε -ν- (πρβλ. *θορ-θορύζω > τονθορύζω, *γαρ-γραινα > γάγγραινα) και σίγηση τού F μεταξύ φωνηέντων. Ο τ. ανάγεται σε IE *drew- «δένδρο» (πρβλ. και δρυς, δόρυ), ενώ ο ΙΕ τ. *drewo- απαντά στο γοτθ. triu- (πρβλ. αγγλ. tree «δέντρο»). Στους Αλεξανδρινούς χρόνους χρησιμοποιείται τ. δένδρειον, που θεωρείται λ. πλασμένη κατά τα επικά πρότυπα. Ο τ. δένδρος (το) σχηματίστηκε από τύπους δένδρεα, γεν. δενδρέων (πληθ. τού δένδρεον) βάσει τού κλιτικού συστήματος ονομάτων σε -σ-, όπου άλλωστε οφείλεται και ο τ. δένδρη τής ον. και αιτ. πληθυντικού (πρβλ. νέφη). Τέλος, στους Αττικούς εύχρηστος είναι ο τ. δένδρον (γεν. δένδρου) < δένδρεον (πρβλ. αδελφός < αδελφεός). Από το αττ. δένδρον το νεοελλ. δέντρο. Ο τ. δένδρον ως α' συνθετικό εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη, όπως και ως β' συνθετικό (-δένδρον, -δένδρος και νεοελλ. -δεντρος, -δέντρο).ΠΑΡ. δενδρώδης, δενδρώνας (Α -ών), δεντρί (AM δενδρίον), δεντρίζω (Α δενδρίζω), δεντρικός (AM δενδρικός), δέντρινος (AM δένδρινος), δεντρώνω (AM δενδρώ)αρχ.δενδραίος, δενδράς, δένδρειος, δενδριακός, δενδρότης, δενδρώεις, δένδρωμα, δενδρώτιςαρχ.-μσν.δενδρίτηςνεοελλ.δενδρόεις, δενδρύλλιο(ν), δεντράκι, δεντρούλι, δέντρωμα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δενδροβάτης, δενδροειδής, δενδροκολάπτης, δενδροκόμος, δενδροκόπος, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δεντρολίβανο (AM δενδρολίβανον)αρχ.δενδρόκαρπος, δενδροκόμης, δενδρολάχανα, δενδρομαλάχη, δενδροπήμων, δενδροτόμος, δενδροτρόφος, δενδροφυής, δενδρύφιονμσν.δενδροαναβάτης, δενδροαποσκίασμα, δενδροηλιόμορφος, δενδροκαρποφόροςνεοελλ.δενδραραίωση, δένδρασπις, δενδρόβιος, δενδρογαλή, δενδροκαλλιέργεια, δενδρόκολλα, δενδροκόπτης, δενδροκτόνος, δενδρολατρία, δενδρόλιμος, δενδρολό(γ)ι, δενδρολογία, δενδρολογώ, δενδρομαντεία, δενδρομετρική, δενδρόμετρο, δενδρόμυς, δενδρονήσσα, δενδροποίκιλτος, δενδροσειρά, δενδροσκέπαστος, δενδροσκεπής, δενδροστοιχία, δενδροτρυπάνη, δενδροφθορά, δενδροφθόρος, δενδροφιλία, δενδροφράκτης, δενδροφυτεία, δενδροφυτεύω, δενδροχρονολογία, δενδρυφάντης, δεντρόκηπος, δεντρομετάξι, δεντρομολόχα, δεντροξεθεμελιωτής, δεντροστοιχία, δεντροστολίζω, δεντρότοπος, δεντρότσιχλα, δεντροτσοπανάκος, δεντροφίδα, δεντροφτέρι, δεντρόφυλλο, δεντρόψειρα. (Β' συνθετικό) άδενδρος, κατάδενδρος, ολιγόδενδρος, πολύδενδρος, ροδόδενδρον, σύνδενδρος, φιλόδενδροςαρχ.αγλαόδενδρος, βαθύδενδρος, ένδενδρος, επίδενδρος, εύδενδρος, ισόδενδρος, καλλίδενδρον, καρυόδενδρον, κλυτόδενδρος, λιθόδενδρον, μεγαλόδενδρος, παχύδενδρος, πρόσδενδρος, σταφυλόδενδροννεοελλ.αγριόδεντρο, άδεντρος, αρτόδενδρον, αχναμόδεντρο, βαλσαμόδεντρο, βαμβακόδενδρον, δαφνόδεντρο, ελαιόδενδρον, ελαιόδεντρο, εριόδενδρον, κακαόδεντρο, κακτόδεντρο, κανελόδεντρο, καφεόδενδρον, λιόδεντρο, μαστιχόδεντρο, μυριόδεντρος, ξερόδεντρο, πικρόδεντρο, πιπερόδεντρο, πυκνόδεντρος, σύνδενδρος, σύδεντρο(ς), συκόδεντρο, τεϊόδενδρον, χαμόδεντρο].
Dictionary of Greek. 2013.